πολυβασίτης

πολυβασίτης
ο Ν
(ορυκτ.) βαρύ μαύρο θειούχο ορυκτό τού αργύρου, τού χαλκού και τού αντιμονίου που ανήκει στην ομάδα τών θειοαλάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polybasite < γερμαν. Polybasit < πολυ-* + βάση. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ανδρ. Κορδέλλα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”